Των Γ.Σταμούλη - Ν.Διαμαντή
Οι οδυνηρές στιγμές εξαιτίας της τραγικότητας που ακολουθεί μετά από ένα μεγάλο καταστροφικό, αναδεικνύουν πέρα από αυτήν την καθαυτή διαχείριση των άμεσων συνεπειών της καταστροφής, την ανάγκη της διαχείρισης του συλλογικού πόνου, των απωλειών και των τραυμάτων της κοινωνίας που επλήγη. Ο συλλογικός αυτός πόνος μετατρέπεται σε συλλογικό πένθος που αλλάζει την ίδια την συμπεριφορά της κοινότητας. Οι άνθρωποί της έχουν το αίσθημα της ανασφάλειας, της απώλειας του ελέγχου, νιώθουν εκτεθειμένοι σε νέες επερχόμενες τραγωδίες, έχοντας στο μυαλό τους, ότι άνετα θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι ή οι δικοί τους στη θέση των θυμάτων...αυτό που ακούγεται..."από τύχη ζούμε"
Οι οδυνηρές στιγμές εξαιτίας της τραγικότητας που ακολουθεί μετά από ένα μεγάλο καταστροφικό, αναδεικνύουν πέρα από αυτήν την καθαυτή διαχείριση των άμεσων συνεπειών της καταστροφής, την ανάγκη της διαχείρισης του συλλογικού πόνου, των απωλειών και των τραυμάτων της κοινωνίας που επλήγη. Ο συλλογικός αυτός πόνος μετατρέπεται σε συλλογικό πένθος που αλλάζει την ίδια την συμπεριφορά της κοινότητας. Οι άνθρωποί της έχουν το αίσθημα της ανασφάλειας, της απώλειας του ελέγχου, νιώθουν εκτεθειμένοι σε νέες επερχόμενες τραγωδίες, έχοντας στο μυαλό τους, ότι άνετα θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι ή οι δικοί τους στη θέση των θυμάτων...αυτό που ακούγεται..."από τύχη ζούμε"
Το σύνολο των ανθρώπων της κοινωνίας που δοκιμάστηκε, δύναται να εκτεθεί τραυματικά από τις εμπειρίες της καταστροφής, επηρεάζοντας με ποικίλο τρόπο τα άτομα που εκτέθηκαν. Το σοκ και η άρνηση είναι οι συνήθεις κοινές αντιδράσεις, οι οποίες αποτελούν παράλληλα και μηχανισμούς προστασίας.
Με το σοκ, διαταράσσεται ξαφνικά και με έντονο τρόπο η συναισθηματική κατάσταση του ατόμου, δημιουργώντας του αισθήματα έκπληξης και σαστιμάρας, ενώ με την άρνηση δεν αναγνωρίζεται η ένταση του γεγονότος.
Με την υποχώρηση του αρχικού σοκ οι αντιδράσεις γίνονται πιο έντονες. Παρουσιάζεται ευερεθιστικότητα, υπερκινητικότητα, νευρικότητα, άγχος ή και κατάθλιψη.
Η ανάμνηση του γεγονότος, επανέρχεται στο μυαλό και μπορεί να δημιουργήσει περίεργες σωματικές αντιδράσεις, όπως ταχυκαρδίες, εφίδρωση, πονοκέφαλο, ναυτία ή και πόνο στο στήθος, δυσκολία νοητικής συγκέντρωσης, συναισθήματα ενοχής, απόρριψης και ταπείνωσης, εφιάλτες, ή διαταραχές στον ύπνο και στο φαγητό.
Ως προς τις διαπροσωπικές σχέσεις, μπορεί να οδηγήσει ανάλογα σε επιθετικότητα, απομόνωση, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί και ροπή προς την κατανάλωση οινοπνευματωδών ή και ναρκωτικών. Γενικά, αυτά τα συναισθήματα δεν διαρκούν πολύ, αλλά είναι σύνηθες η αίσθηση της απογοήτευσης και της πίκρας για αρκετούς μήνες μετά το γεγονός.
Η πιο επώδυνη όμως συναισθηματική κατάσταση γίνεται μετά από την απώλεια οικείου ατόμου. Ο θάνατος ειδικά ως αποτέλεσμα τραυματικής ή καταστροφικής απώλειας προκαλεί φαινόμενα αντίδρασης στρες και πένθους, που μπορεί να διαρκέσουν για μεγάλο διάστημα ή και να επανεμφανίζονται για μεγάλα διαστήματα.
Η αίσθηση της απώλειας, προκαλεί στα άτομα που πενθούν υπερδιέγερση, ειδικά την πρώτη στιγμή, που τα πράγματα μπορεί να είναι ρευστά ή αβέβαια και ειδικά αν δεν υπάρχει επιβεβαίωση της θλιβερής είδησης, η ταυτοποίηση της ταυτότητας του θύματος.
Ειδικά σε αυτή την περίπτωση μπορεί να υπάρχουν παρακινδυνευμένες προσπάθειες έρευνας ή επιχειρήσεις διάσωσης προκειμένου να βρεθεί το άτομο.
Επίσης έχει παρατηρηθεί η εκδήλωση θυμού ή οργής προς τους υπαίτιους της καταστροφής, ή σε αυτούς που θεωρούν υπεύθυνους, ακόμα και προς τα συνεργεία διάσωσης ή άλλες κρατικές αρχές αρωγής που σπεύδουν στην περιοχή.
Τα παιδιά που θα εκτεθούν σε εμπειρίες καταστροφών ή μαζικών ατυχημάτων μπορεί να αναστατωθούν και να εκδηλώσουν υπερβολικά συναισθήματα μετά από μια καταστροφή. Η εκδήλωση συνδέεται με την σοβαρότητα του γεγονότος, την επανάληψή του, την αμεσότητα της επαφής με το γεγονός και την σχέση με τα θύματά του.
Αυτές οι αντιδράσεις είναι φυσιολογικές και συνήθως δεν διαρκούν πολύ.
Γενικώς, έχουν παρατηρηθεί τα παρακάτω συμπτώματα:
υπερβολικός φόβος για το σκοτάδι, τον αποχωρισμό ή τη μοναξιά, προσκόλληση στους γονείς, φόβο για τους ξένους, ανησυχία, αύξηση ανώριμης συμπεριφοράς, άρνηση να πάνε σχολείο, αλλαγή στην συμπεριφορά τους στο φαγητό και τον ύπνο, τάση για επιθετικότητα, ούρηση στο κρεβάτι ή πιπίλισμα του δάχτυλου, έμμονοι εφιάλτες, πονοκέφαλοι ή άλλα παράπονα.
Γενικά παρατηρείται η κινητοποίηση μηχανισμών άμυνας κυρίως άρνησης σε κάθε συζήτηση αναφορικά με το γεγονός. Ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα, αποτελεί η αντίδραση των παιδιών στο γεγονός του θανάτου προσώπου της οικογένειας.
Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας το αντιμετωπίζουν σαν ένα γεγονός προσωρινό και αναστρέψιμο, ενώ τα μεγαλύτερα το αντιμετωπίζουν με παρόμοιο με των ενηλίκων τρόπο, ξορκίζοντας το πολλές φορές, πιστεύοντας ότι είναι κάτι που δεν τους αγγίζει και δεν θα συμβεί στα ίδια ή σε άλλους οικείους τους.
Είναι πάντως εντός των φυσιολογικών πλαισίων, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τα παιδιά να εκφράζουν συναισθήματα λύπης.
Το ψυχοκοινωνικό κόστος των καταστροφών είναι πολλαπλάσιο των υλικών ζημιών, ενώ η ψυχοκοινωνική παρέμβαση μετά την καταστροφή, αν οργανωθεί με σωστό τρόπο, προστατεύει την ψυχική υγεία των πολιτών, μειώνει το μέγεθος των παθολογικών εκδηλώσεων του ψυχικού τραύματος και αυξάνει την ανθεκτικότητα στον ψυχικό τραυματισμό.
Πριν σχεδόν μια δεκαετία, σε ένα μικρό βιβλιαράκι μας, με τίτλο "ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΠΟ ΜΑΖΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ - ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ" Εκδόσεις ΑΛΕΞΙΠΥΡΟ 2013, είχαμε εντοπίσει την αναγκαιότητα μιας οργανωμένης αρωγής των φορέων ψυχοκοινωνικής υποστήριξης μετά από μαζικές καταστροφές με παρεμβάσεις στο σύνολο της κοινωνίας.
Παράλληλα όμως αναδεικνύεται ότι και σε επίπεδο προετοιμασίας η ψυχοκοινωνική παρέμβαση θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται σε κάθε σχέδιο έκτακτης ανάγκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
jstamoul@gmail.com